χτένι

χτένι
τό
1) гребень, расчёска; 2) грабли; 3) текст, бедро; 4) зоол, морской гребешок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χτένι" в других словарях:

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το 1. εργαλείο που αποτελείται από πυκνή σειρά δοντιών, με το οποίο τακτοποιείται η κόμη. 2. εξάρτημα του αργαλειού. 3. οδοντωτό κηπουρικό εργαλείο για το καθάρισμα του εδάφους, τσουγκράνα. 4. οδοντωτό εργαλείο για το μάζεμα των ελιών. 5. φρ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτένι ή χτένι — Κοινή ονομασία θαλάσσιων ελασματοβραγχίων μαλακίων του γένους Pecten, της οικογένειας των πεκτινιδών. Τα δίθυρα όστρακά τους, τα οποία συναντώνται στις περισσότερες ακτές, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες για τα ωραία χρώματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • χτένα — η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν 1. το χτένι 2. μεγάλο χτένι 3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. τού αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …   Dictionary of Greek

  • χτενίδι — το / κτενίδιον, ΝΑ, και κτενίδι Ν νεοελλ. μικρό χτένι, χτενάκι για τα μαλλιά νεοελλ. στον πληθ. τα χτενίδια α) οι τρίχες τών μαλλιών που παρασύρει το χτένι β) τα υπολείμματα τής ξάνσης, γνάφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… …   Dictionary of Greek

  • ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ …   Dictionary of Greek

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»